- τἀνδρί
- ἀνδρί , ἀνδρίςwomanfem voc sgἀνδρί , ἀνήρnar-masc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τανδρί — τἀνδρός, Α (στους αττ. συγγραφείς) κράση αντί τῷ ἀνδρί, τοῡ ἀνδρός … Dictionary of Greek
μεμπτός — ή, ό (ΑM μεμπτός, ή, όν) [μέμφομαι] άξιος μομφής, αξιοκατάκριτος αρχ. 1. ευκαταφρόνητος («καίτοι οὐκ ἂν εἴη μεμπτὸς μισθὸς ὁ τοιοῡτος», Πλάτ.) 2. αυτός που επιρρίπτει κατηγορία εναντίον κάποιου («ὥστ εἴ τι τὠμῷ τἀνδρὶ τῇδε τῇ νόσῳ ληφθέντι… … Dictionary of Greek